βραδιάζομαι

βραδιάζομαι
1) быть застигнутым темнотой (где-л.);
2) успеть добраться до темноты (куда-л.); 3) заночевать (где-л.);

§ να μη βραδιάζομαισθώ! — не дожить мне до вечера! (клятвенное заверение)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βραδιάζομαι" в других словарях:

  • βραδιάζω — (Μ βραδιάζω) [βράδυ] Ι. 1. με βρίσκει το σκοτάδι σε κάποιο σημείο μακριά από το σπίτι μου ή τον προορισμό μου 2. απρόσ. βραδιάζει έρχεται το βράδυ, πέφτει το σκοτάδι II. βραδιάζομαι βραδιάζω, με βρίσκει το σκοτάδι …   Dictionary of Greek

  • εσπερώνω — (Μ ἑσπερώνω) [εσπέρα] νεοελλ. απρόσ. εσπερώνει βραδιάζει μσν. βραδιάζομαι, με βρίσκει το βράδυ …   Dictionary of Greek

  • ξημεροβραδιάζομαι — 1. περνώ κάπου ολόκληρη την ημέρα, από τα ξημερώματα ως το βράδυ («ξημεροβραδιάζεται στα καφενεία») 2. αφοσιώνομαι με ζήλο σε ένα έργο αφιερώνοντας όλες τις ώρες μου («ξημεροβραδιάζεται διαβάζοντας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξημερώνομαι + βραδιάζομαι] …   Dictionary of Greek

  • βραδιάζω — ιασα, ιάστηκα, βραδιασμένος 1. απρόσ., βραδιάζει, αρχίζει να γίνεται βράδυ, να νυχτώνει: Όταν βραδιάζει κάνει ψύχρα. 2. το μέσ., βραδιάζομαι με βρίσκει η νύχτα στο δρόμο, νυχτώνω: Βραδιάστηκα στο δάσος. 3. φτάνω με τον ερχομό της νύχτας: Ελπίζω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»